- χορτάρι
- το трава;
ξερό χορτάρι — сухая трава, сено
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξερό χορτάρι — сухая трава, сено
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χορτάρι — το / χορτάριον, ΝΜΑ 1. χόρτο, χλόη, πρασινάδα νεοελλ. κάθε ποώδες φυτό («και στην κόμη στεφάνι φορεί / γινόμενο από λίγα χορτάρια / που είχαν μείνει στην έρημη γη», Σολωμ.) αρχ. μικρός χόρτος*, μικρό περιβόλι, περιβολάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος +… … Dictionary of Greek
χορτάρι — το χόρτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βούχιλος — βούχιλος, ον (Α) 1. ο πλούσιος σε χορτάρι 2. αυτός που τρέφει βόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < βους + χιλος < χιλός «χορτάρι για ζώα»] … Dictionary of Greek
πολύχορτος — ον, ΜΑ αυτός που έχει πολύ χορτάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + χόρτος «χορτάρι» (πρβλ. εύ χορτος)] … Dictionary of Greek
χορταράκι — το, Ν [χορτάρι] υποκορ. τ. τού χορτάρι … Dictionary of Greek
χορταριάζω — Ν [χορτάρι] 1. βγάζω χορτάρι, καλύπτομαι από χλόη 2. (για τοίχους, δέντρα, λίθους) καλύπτομαι από βρύα 3. (στην ποίηση) μένω έρημος («χορτάριασαν κι οι τάφοι εκείθε πέρα», Ζερβ.) … Dictionary of Greek
χόρτος — ὁ, ΜΑ αυτοφυές χόρτο, χρησιμοποιούμενο ιδίως για ζωοτροφή (α. «ὁ ἐξανατέλλων χόρτον τοῑς κτήνεσι...», ΠΔ β. «σῑτον ἐσενηνέχθαι πολλὸν καὶ χόρτον τοῑσι ὑποζυγίοισι», Ηρόδ.) αρχ. 1. τόπος περιφραγμένος και φυτευμένος με διάφορα φυτά και δέντρα,… … Dictionary of Greek
βόσκω — και βοσκώ ησα, ήθηκα, βοσκημένος 1. τρέφομαι από το χορτάρι: Την άνοιξη τα ελεύθερα ζώα βόσκουν φρέσκο χορτάρι. 2. οδηγώ στη βοσκή: Ο βοσκός είναι το καταλληλότερο άτομο για να βόσκει ζώα. 3. τρώγω: Τα γουρούνια βόσκουν βαλανίδια. 4. μτφ.,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χορταράκι — το υποκορ. του χορτάρι λεπτό ή μικρό χορτάρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Athanasios Diakos — Infobox Military Person |name=Athanasios Diakos lived=1786–1821 placeofbirth=Artotina, Phocis placeofdeath=Alamana, Phthiotis nickname=Diakos allegiance=Greece serviceyears=1821 rank=Captain commands= battles=Greek War of Independence awards=… … Wikipedia
Παναγία — Οικισμός (υψόμ. 360 μ.) της πρώην επαρχίας Kέας, του νομού Kυκλάδων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σερίφου. * * * και Παναγιά, η (ΑΜ Παναγία) η πιο συνηθισμένη προσωνυμία τής Θεοτόκου, η κατά πάντα αγία και πάναγνη νεοελλ. 1. μτφ. το άκρο άωτο… … Dictionary of Greek